- ἐμμονᾷ
- ἐμμονήcontinuancefem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔμμονα — ἔμμονος abiding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμμονος — η, ο (AM ἔμμονος, ον) αυτός που εμμένει σε κάτι, επίμονος, σταθερός νεοελλ. φρ. 1. «έμμονη ιδέα» ιδέα που μένει διαρκώς στη συνείδηση τού ατόμου και επηρεάζει ολόκληρο τον ψυχικό κόσμο και τις αντιδράσεις του 2. «έμμονα αέρια» μη πτητικά αέρια 3 … Dictionary of Greek